καταβόστρυχος

καταβόστρυχος
κατα-βόστρυχος, lockig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταβόστρυχος — καταβόστρυχος, ον (Α) αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βόστρυχος (< βόστρυχος «μπούκλα»), πρβλ. ελικο βόστρυχος, χρυσο βόστρυχος] …   Dictionary of Greek

  • καταβόστρυχος — καταβόστρῡχος , καταβόστρυχος with flowing locks masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”